- αὐτορήτωρ
- αὐτο-ρήτωρ, ορος, ὁ,A a self-made orator, Eust.1301.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτορήτωρ — αὐτορήτωρ, ο (Μ) αυτός που έγινε μόνος του ρήτορας, που παριστάνει τον ρήτορα … Dictionary of Greek
αὐτορήτορα — αὐτορήτωρ a self made orator masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)